- επαμφοτερισμός
- ο1.αμφιταλάντευση, δισταγμός, αβεβαιότητα.2. αοριστία, αοριστολογία, ασάφεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπαμφοτερισμός — inclination both ways masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαμφοτερισμός — (AM ἐπαμφοτερισμός) [επαμφοτερίζω] δισταγμός, ενδυασμός, αμφιταλάντευση νεοελλ. αοριστία, αοριστολογία, ασάφεια αρχ. αβεβαιότητα για τη συγγένεια, για το γένος («ἐπαμφοτερισμός τῶν τέκνων», Φίλ.) … Dictionary of Greek
αμφοτερισμός ή επαμφοτερισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα που έχουν τα υδροξυλικά παράγωγα μερικών χημικών στοιχείων (τα οποία ονομάζονται επαμφοτερίζοντα στοιχεία) να συμπεριφέρονται είτε ως βάσεις είτε ως οξέα. Επαμφοτερίζοντα στοιχεία είναι κατά κανόνα οι ασθενείς βάσεις και… … Dictionary of Greek
ἐπαμφοτερισμοῦ — ἐπαμφοτερισμός inclination both ways masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερισμόν — ἐπαμφοτερισμός inclination both ways masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)